- προσωρινότητα
- η, Ν ή ιδιότητα ή η κατάσταση τού προσωρινού, η παροδικότητα, το πρόσκαιρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσωρινός. Η λ., στον λόγιο τ. προσωρινότης, μαρτυρείται από το 1832 στο περιοδικό Ἀθηνᾶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσωρινότητα — η η ιδιότητα του προσωρινού, μικρή χρονική διάρκεια, εκκρεμότητα: Αυτή η προσωρινότητα με ενοχλεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσοπατριαρχία — η 1. εκκλ. η μεταξύ δύο πατριαρχιών χρονική περίοδος κατά την οποία ο πατριαρχικός θρόνος διοικείται από τοποτηρητή 2. (κατ επέκτ.) κάθε μεταβατική περίοδος, προσωρινότητα, μεταβατικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * πατριαρχία. Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
μποέμ — (boheme). Γαλλικός όρος που χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες για να προσδιορίσει έναν ιδιόρρυθμο τρόπο ζωής, γεμάτο αμεριμνησία, φαντασία, προσωρινότητα και αταξία, χαρακτηριστικά γνωρίσματα μερικών κύκλων καλλιτεχνών και διανοουμένων του… … Dictionary of Greek
παρεπιδημία — η, δωρ. τ. παρεπιδαμία, ΝΑ [παρεπιδημώ] η προσωρινή διαμονή σε ξένο τόπο αρχ. φρ. (για την ζωή) «παρεπιδημία τὶς ἐστιν ὁ βίος» μτφ. μια προσωρινότητα είναι η ζωή (Πλάτ.) … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιωάννης ο Ευαγγελιστής — (1ος αι. μ.Χ.).Γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιακώβου, είχε προσχωρήσει αρχικά στη θρησκευτική κίνηση του Ιωάννη του Βαπτιστή –αν και αυτό δεν είναι βέβαιο– και αργότερα ακολούθησε τον Ιησού. Οι πληροφορίες που αφορούν τη ζωή του προέρχονται… … Dictionary of Greek
παροδικότητα — η προσωρινότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)